απροδιάθετος

απροδιάθετος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ψυχικά για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προδιατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσ. Μεγδάνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απροετοίμαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί, ανέτοιμος 2. αυτός που γίνεται χωρίς προηγούμενη προετοιμασία 3. ο ψυχικά απροετοίμαστος, ο απροδιάθετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προετοιμάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κριτοβουλίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”